Τα λαδονύχναρα

Επιμέλεια: Μαρία Μελέντη

     Τελικά καταλήξαμε σε ένα συμβιβασμό. Θα σηκωνόμουν κάθε μέρα χαράματα. Θα γέμιζα ένα ολόκληρο σακί ελιές και μετά θα είχα το ελεύθερο να πάω σχολείο. Το έκανα πρόθυμα. Πήγαινα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Πολύ σύντομα μπήκα στο νόημα της αριθμητικής και των άλλων μαθημάτων και ήμουν σε θέση να βοηθάω τ άλλα παιδιά. Έγινα το δεξί χέρι του δασκάλου.
    Μετά το σχολείο έρχονταν τα παιδιά για τα μαθήματα της άλλης ημέρας. Πάλι όλα αγόρια. Πηγαίναμε προς την μικρότερη ημέρα του χρόνου και νύχτωνε πολύ νωρίς. Ο δάσκαλος παράγγελνε να φέρνει μαζί του ο καθένας μας από ένα λαδολύχναρο, λαδοφωτιά όπως το λέγαμε για να βλέπουμε στην τάξη. Ω πώς θυμάμαι αυτές τις ώρες! Ανάβαμε τα λυχναράκια μας και το τρεμουλιαστό τους φως γλύκαινε την μαυρίλα των θρανιων και του πίνακα. Τα συγκεντρώναμε όλα μπροστά, στα πρώτα θρανία, έβαζε κι ο δάσκαλος την καρέκλα κοντά μας και είμαστε όλοι σαν μια παρέα. Δύο αλλά λυχνάρια κρεμασμένα φώτιζαν τον πίνακα. 

Πηγές: Δήμητρα Καπελούζου Βασιλάκη, Στο Καλύβι του Αριά, Αθήνα 2008, σ. 164
     

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις