Το σαλόνι

Επίμελεια: Μαρία Μελέντη

... Ήταν τώρα έντεκα η ώρα κι ως το δρόμο ακουόταν η μουσική και ο ποδοβολητός του χορού. Στη μεγάλη τη σάλα, όπου έμπαινε κανείς, αφού περνούσε από δύο ομοίως πλούσια, ψηλονταβανωμένα και φωτολουσμένα σαλονάκι, κόκκινο το ένα, γαλάζιο το άλλο και γεμάτα κόσμο που εδιασκέδαζε κουβεντιάζοντας, ή που έπαιζε χαρτιά, πολλά ζευγάρια εχόρευαν μέσα σ ένα αχνόθωρο σύγνεφο από ψιλοτάτη χρυσή σκόνη. Η σάλα ήταν ένα δωμάτιο ευρύχωρο πολύ, με τέσσερα παράθυρα στολισμένα με κόκκινους κατηφένιους μπερντέδες, βαρειούς και ριγμένους κάτω και με τέσσερις δίφυλλες πόρτες άσπρες και χρυσοστόλιστες. Κι οι τοίχοι είχαν ένα βαθύ κίτρινο σκοτωμένο χρώμα, στολισμένο και κείνοι με γυψένια κοσμήματα χρυσά και άσπρα και με ζωγραφιές μικρές και μεγάλες, μέσα σε πλατειές, όμορφες, χρυσές κορνίζες ολοκαίνουργιες. Και μέσα σ όλες αυτές τες ζωγραφιές, στον τοίχο ξάγναντα στα τέσσερα παράθυρα εκυριαρχούσε μες στη μέση, ένας Χριστός, αντίγραφο του Durer, που ο κύριος Διονύσιος Αστέρης τον είχε αγοράσει στο Μόναχο, κατά το τελευταίο ταξίδι του και που εφαινότουν περιφρονητικά να κοιτάζει από την ψηλή του θέση, τη μεγάλη και πλούσια σάλα και τον κόσμο που εχόρευε. Και τριγύρω στο κόνισμα, εγλυκοχαμογελούσαν τέσσερις ακουαρέλες ζωηρές και διάφανες, έργα ενός περίφημου ντόπιου τεχνίτη, πιστού οπαδού, όπως έλεγε ο ίδιος, της κανονικής ζωγραφικής και που επουλούσε σ αυλές κ επίσημους ξένους τες φωτογραφικές ζωγραφιές του...

Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Η τιμή και το χρήμα, Αθήνα 1984, σ. 64

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις