ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

(Το Μαντούκι από το ύψωμα των ελαιών. Επιζωγραφισμένη ατσαλογραφία, H. E. Allen, 1837,124X194 εκ.).

Επιμέλεια: Μαρία Μελέντη, Ιστορικός Τέχνης 

     Με τις πρώτες ηλιαχτίδες άπλωσε φως ευεργετικό στις θλιμμένες όψεις των σπιτιών. Η ζωή ξαναγύρισε με τα σαλπίσματα πέρα στο Κάστρο, με τους μεταπωλητές που ξεμύτιζαν από την Πόρτα Ριάλα, για ν ανταμώσουν στο δρόμο τους χωριάτες που έμπαιναν στην χώρα, με τις ψαρόβαρκες που ξεφόρτωναν στην Σπηλιά, με τις φωνές στο Μαρκά, τις ξεσουλούπωτες νοικοκυρές, τους αξούριστους νοικοκυραίους που γύριζαν ανάμεσα στους πάγκους και τα κρεμαστά σφακτάρια πκαι που μάλωναν, μάλωναν για την ποιότητα, το πέζο, την τιμή. Κι ωστόσο, έφταναν τα ψαροκόφινα ξέχειλα λαχταριστά ψάρια, σουπιές και καλαμάρια και στιβάζονταν ακόμη πιο πολύ οι πάγκοι και μάλωναν ακόμα πιο άγρια οι άνθρωποι.
Σε άλλα σημεία της πολιτείας, στην Πίνια, στο Σαν Νικολό, στα καντούνι του Μάστρακα και του Μπίζη η κυκλοφορία όλο και πύκνωνε. Άνθρωποι και ζώα στριμώχνονταν με δυσκολία ανάμεσα στους πάγκους με τα φρούτα και τα χορταρικά που έπιαναν τις δύο πλευρές του δρόμου. Από την βαβούρα ξέκοβαν βλαστήμιες. Πού και πού ένα ζώο αφήνιαζε και κλωτσούσε. Κάτω από τα Βόλτα, στην Κάλλε ντελ Έρμπε και στην Κάλλε ντελ Άκουε, απόξω από τα μικρά, σκοτεινά μαγαζιά τους οι έμποροι είχαν κρεμάσει τις ανάκατες πραμάτειες: στάμνες, κανάτες, άτεχνες λαδογραφίες, καθρέφτες, μπαστούνια, νυχτοσκούφια, είχανε στιβάξει στα πεζοδρόμια, πήλινα πιάτα, παλιά βιβλία, παπούτσια και τσαρούχια. Στα σκοτεινά καντούνια της Οβραικής, οι κατατρεγμένοι Οβραίοι, τυλιγμένοι στις μακρυές ρόμπες τους, φοβισμένοι, κυρτοί, με ανήσυχο το βλέμμα, παραπατούσαν στην βρώμα και τα σκουπίδια τους.
Έξω από την πολιτεία, στο Σαρόκο, όπου αχούσαν και πετούσαν σπίθες τα σιδεράδικα, έπεφτε απεριόριστο το λιόφωτο στους χωριάτες και στα ζώα τους_ ένα σύμπλεγμα από μπλε βάρκες, κόκκινα φέσια, ψηλά ραβδιά, κέρατα και τριχωτά καπούλια.
Πιο πέρα στην Γαρίτσα τόρνεβαν οι τσουκαλάδες πιθάρια και ξέστες, και στο Μαντούκι, οι πρόσφυγες της Πάργας δούλευαν σιωπηλά, εργατικά, με τα μάτια της ψυχής τους στραμμένα στην γης που είχαν αφήσει.

(Εβραϊκή συνοικία στην Κέρκυρα, χαρακτική, Κ. Conz, 1896,170X90 εκ. Γιώργος Σουρτζινος, Κέρκυρα. Ταξίδι στον χρόνο, Κέρκυρα 1994, σ. 27, 156).

Πηγές: σ. 369_370.,τ. Κ,Επτανησιακά Φύλλα,τχ. 4 (2000),Μαρία Ασπιώτη,"Στην Κέρκυρα του ποιητή",

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις