Η ΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΤΑΝΗΣΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΛΛΗΜΑ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ ΡΙΖΟΣΠΑΣΜΟΥ | ΓΡΑΦΕΙ Ο ΚΩΣΤΑΣ ΒΕΡΓΟΣ

Γράφει ο Κώστας Βέργος 
Επιμέλεια: Κακαβάκης Βασίλειος 
     ΄΄Την 21η Μαίου, εορτάζουμε την επέτειο της Ένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα, την ένταξή τους στο ελληνική επικράτεια γεγονός που σηματοδοτεί την περαιτέρω ιστορική τους πορεία. Το ιστορικό αυτό συμβάν μεγάλης σημασίας για τα Ιόνια νησιά καλλιεργήθηκε και ενδυναμώθηκε από τους αγώνες των Βουλευτών της εποχής αλλά και του ίδιου του επτανησιακού λαού. Σε κρίσιμα σημεία την σκυτάλη της διεκδίκησης ανέλαβε το κόμμα των Ριζοσπαστών και οι οπαδοί του. Η πορεία, όχι εύκολη αντιμετώπισε την ισχυρή αγγλική αντίδραση που οδήγησε σε εξορίες και διώξεις όσων με σθένος διέδιδαν την ιδέα της Ενώσεως συμμετέχοντας και σε εξεγέρσεις κατά της αγγλικής κυριαρχίας. Παρά τον σκεπτικισμό που προέκυπτε σε διάφορες φάσεις της πορείας προς την Ένωση, τον πολιτικό διάλογο μεταξύ των κομμάτων και τις αντιπαραθέσεις του, τελικά η άποψη υπέρ της Ένωσης επικράτησε καθολικά κάνοντας πράξη την επιθυμία του λαού των Ιονίων νησιών. Η αγγλική Προστασία αποσύρθηκε και στην θέση της η σχέση με την Μητέρα Ελλάδα καθορίζει και χαρακτηρίζει έκτοτε την ιστορική εξέλιξη των Ιονίων νησιών. Σε όλους εμάς τους μαθητές, Κερκυραίους και άλλους Επτανήσιους η επέτειος προκαλεί αισθήματα χαράς αλλά και σεβασμού στις πράξεις των προγόνων μας υπέρ της Δημοκρατίας και της ευημερίας της κοινωνίας των νησιών και της πατρίδας μας. Μας προτρέπει επίσης με αισιοδοξία και σθένος να υποστηρίζουμε την τοπική μας ταυτότητα, τις ιδιαιτερότητές της που μας ενώνουν, τις πολλές παραδόσεις των νησιών μας καλλιεργώντας δημιουργικά και επάξια ό,τι μας έχει κληροδοτηθεί.΄΄



     Το δραματικό δίλημμα ετέθη τις κρίσιμες εκείνες μέρες, πριν και κατά το 1864, στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα. Το κίνημα που αμφισβήτησε ριζικά την Αγγλοκρατία, το κίνημα των Ριζοσπαστών, διασπάστηκε στα δύο. Από την μια μεριά, ο ρεαλισμός της πλειοψηφίας των Ριζοσπαστών (αλλά και των όψιμων οπαδών τους που φρόντισαν τελευταία να προσεταιρισθούν το κυρίαρχο της εποχής ρεύμα). Από την άλλη μεριά, η αγνή και ασυμβίβαστη αγωνιστικότητα των λίγων «Αληθών» (όπως ονομάσθηκαν) Ριζοσπαστών που διαχώρισαν την θέση τους για να παραμείνουν αγνοί και ασυμβίβαστοι μέχρι τέλους. Δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, δύο αντίθετες σκέψεις και πράξεις. Οι πρώτοι, Ριζοσπάστες, έκριναν ότι προείχε η άμεση ένωση των Επτανήσων με την Μητέρα-Ελλάδα. Οι δεύτεροι, οι Αληθείς Ριζοσπάστες, έκριναν ότι μια ένωση με μειωτικούς όρους δεν ταίριαζε στις θυσίες, τις εξορίες και τις υψηλόφρονες κοινωνικο-πολιτικές επιδιώξεις των «γνησίων» Ριζοσπαστών.

     Κατά τον Αληθή Ριζοσπάστη, Ιωσήφ Μομφεράτο, πρωτοπόρο του αγώνα κατά της αγγλοκρατίας, οι Βρετανοί επεδίωκαν πια να μεταφέρουν το βασιλικό τους στέμμα από την Κέρκυρα στην Αθήνα. Κάτι τέτοιο δεν ήταν διόλου επιθυμητό σε όσους είχαν νοιώσει στο πετσί τους διώξεις και εξορίες. Από την άλλη πλευρά, ο λαός των Ιονίων Νήσων, στην μεγάλη πλειοψηφία του, μαζί με την πλειοψηφία των Ριζοσπαστών, διέβλεπε ότι οι ευκαιρίες εθνικής ολοκλήρωσης δεν παρουσιάζονται κάθε μέρα. (Μάθημα χαμένο για τους Κυπρίους αδελφούς, μερικές δεκαετίες μετά.)…
Η γειτονική Ιταλία (της οποίας παρεμπιπτόντως η άρχουσα τάξη – όχι οι Γαριβαλδινοί ιδεολόγοι – ήθελε τα Επτάνησα δικά της) ζούσε εκείνες ακριβώς τις μέρες του 1860 τις ένδοξες ιστορικές στιγμές της δικής της εθνικής παλιγγενεσίας και ενοποίησης (του «Ρισορτζιμέντο»). Στην Ιταλία, πρέπει να πούμε, διαπιστωνόταν η ίδια ακριβώς διάσπαση σε δύο πολιτικά στρατόπεδα αντίστοιχα προς αυτά των Ενωτικών και των Αληθών των Επτανήσων. Καβούρ εναντίον Ματσίνι.
Ποιος έχει δίκιο σ’ αυτές τις περιπτώσεις; Ο ρεαλιστής, που προσαρμόζεται και κατακτά ό,τι είναι εφικτό, ή ο αγνός και συνεπής, που τα θέλει όλα να γίνουν κατά τον καθαρότερο και τιμιότερο τρόπο για να μείνει τελικώς μόνος και μετέωρος στην ιστορία; Αν είμαστε αυθεντικά τέκνα προγόνων τραγικών και φιλοσοφημένων, τότε η απάντηση είναι εξαιρετικά επίπονη: Και οι δύο έχουν δίκιο. Και οι δύο όμως έχουν δίκιο με πόνο! Η ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα έγινε επίσημη πράξη την 21η Μαΐου του 1864 και γιορτάσθηκε θερμά από τον Επτανησιακό λαό. Κι ας ήξερε ο λαός αυτός ότι εκείνη την μέρα ενωνόταν με μια μίζερη και βουτηγμένη σε ξένες δουλείες χώρα. Θυμίζουμε ότι, μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο του 1853-56, η Ελλάδα, σύμμαχος της ηττημένης Ρωσίας, υφίστατο τις οδυνηρές συνέπειες της ανοιχτής Αγγλο-Γαλλικής στρατιωτικής επέμβασης. Άγγλοι και Γάλλοι είχαν ήδη θέσει υπό δυσμένεια τον τότε βασιλιά Όθωνα και αναζητούσαν πλέον τον αντικαταστάτη του. Η ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα θα χαρακτηριζόταν, στο τέλος, «δώρο» από τους Βρετανούς προς τον εκλεκτό τους νέο βασιλέα της χώρας Γεώργιο Α΄. Επί δεκαετίες η δημόσια μας ιστοριογραφία θα αναμασούσε ακρίτως αυτή την καθόλου τιμητική θεωρία του δώρου. Αποτέλεσμα της θεωρίας του δώρου υπήρξε η άμεση εκτόπιση στην λήθη (την λησμονιά) της όλης παρακαταθήκης του επτανησιακού Ριζοσπαστισμού. Η πολλαπλώς εξαρτημένη από τις Μεγάλες Δυνάμεις Ελλάδα αξίωνε η ίδια την γρήγορη λήθη τέτοιων αγώνων και πολιτικών και εθνικών προσανατολισμών. Κι αυτό είναι ακριβώς το νόημα της τοπικής μας και συνάμα εθνικής επετείου: Να ανακαλούμε πάντα από την λήθη στην μνήμη το σπουδαίο και πολύπλευρο αυτό κίνημα πνευματικής ανάτασης και αγωνιστικής αυτοθυσίας. Εσχάτως συζητείται η ενδιαφέρουσα ιδέα την εθνική μας μνήμη να την καλλιεργούμε τιμώντας επετείους του τέλους των μεγάλων εθνικών μας εξορμήσεων και όχι επετείους ενάρξεων. Συνήθεια ευρωπαϊκή. Όμως, η ελληνική ιδιαιτερότητα, σε σχέση με τις εθνικές ιστορίες άλλων ευρωπαϊκών λαών, βρίσκεται ακριβώς σ’ αυτές τις πάνδημης συμμετοχής ενάρξεις, στο κάθε φορά μεγαλειώδες και αυτοθυσιαστικό ξέσπασμα του λαού μας. 25η Μαρτίου, 28η Οκτωβρίου. Ας αφήσουμε δε το γεγονός ότι η ιστορία μας επεφύλαξε την μοίρα ενός τέλους αναντίστοιχου προς την κάθε φορά ελπιδοφόρα αρχή (Ιμπραήμ, Ναβαρίνο, Προστάτιδες Δυνάμεις, Λίβανος, Δεκεμβριανά).
Είναι ενδεικτικό, ως προς το πνεύμα της έναρξης του Ριζοσπαστικού αγώνα, το άρθρο του πρώτου φύλλου της εφημερίδας Αναγέννησις του Ιωσήφ Μομφεράτου, στις 9 Απριλίου του 1849. Αναφέρεται στον έμπλεο ενθουσιασμού εορτασμό της 25ης Μαρτίου της χρονιάς εκείνης στην Κεφαλονιά, δηλαδή στον επετειακό εορτασμό της έναρξης της Επανάστασης του 1821. Τρεις σημαίες, μας λέει η εφημερίδα, στόλιζαν τα τρία παράθυρα του Δημοτικού Καταστήματος (δηλαδή των γραφείων του κόμματος των Ριζοσπαστών) στο Αργοστόλι. Στο μέσον η Ελληνική σημαία, στα πλάγια οι τρίχρωμες σημαίες της δημοκρατίας. Εις τας τρεις ταύτας σημαίας ανταπεκρίνοντο εκτεθειμέναι αι τρεις ακόλουθοι επιγραφαί: «Ζήτω η απελευθέρωσις και η συνένωσις όλης της Ελληνικής φυλής. Εθνική Ανεξαρτησία.» «Ζήτω η απελευθέρωσις των λαών. Ελευθερία, Ισότης, Αδελφότης.» «Ζήτω η παγκόσμιος Δημοκρατία.» Τοιουτοτρόπως, η πανήγυρις αύτη ήτο πανήγυρις όλως ευαγγελική, καθό σύμφωνος με το κοσμοσωτήριον κήρυγμα της παγκοσμίου αδελφότητος. Πρέπει να πούμε ότι ο Μομφεράτος, εκτός από υπέρμαχος των Γαλλικών, όπως έλεγε, ιδεών του τριπτύχου «Ελευθερία, Ισότης, Αδελφότης» («κομμουνιστή» τον έλεγαν οι αντίπαλοί του), υπήρξε και ευσεβής Χριστιανός – εξ ου και η αναφορά του εις το Ευαγγέλιο. Η 25η Μαρτίου φαίνεται, λοιπόν, ότι ενέπνεε τους υπό ξένο ζυγό ευρισκομένους Έλληνες και εν προκειμένω τους Επτανησίους των μέσων χρόνων του 19ου αιώνα. Δεν θα ενέπνεε ούτε η ναυμαχία του Ναβαρίνου ούτε ο τελικός συμβιβασμός των Προστάτιδων Δυνάμεων του Πρωτοκόλλου του 1830. Επίσης, δεν θα ενέπνεε ούτε η ιστορία των επομένων δεκαετιών, κατά τις οποίες η μικρά τότε Ελλάς θα είχε κόμματα με ονόματα: «Αγγλικό», «Γαλλικό», «Ρωσικό». Για να καταλάβουμε πόσο δεινή – και μη εμπνέουσα – ήταν μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο η θέση της Ελλάδος στο διεθνές πλαίσιο, ιδού ένα έγγραφο που βρίσκεται στα ιστορικά αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών. Είναι η σχετική με το θέμα μας επιστολή του απεσταλμένου της Ελλάδος στο Λονδίνο Χαριλάου Τρικούπη (μετέπειτα πρωθυπουργού) προς τον τότε Έλληνα υπουργό Εξωτερικών:
Ο Πληρεξούσιος της Ελλάδος αντί να προσκληθή ίνα λάβει μέρος εις τας ως προς την Ένωσιν των Ιονίων Νήσων μετά του Ελληνικού Βασιλείου διαπραγματεύσεις, εκλήθη μόνον ίνα δώσει την συναίνεσίν του εις έργον ήδη τετελεσμένον. Η συνθήκη υπεγράφη την 14η Νοεμβρίου (1863) υπό των πληρεξουσίων της Αυστρίας, της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρεττανίας, της Πρωσίας και της Ρωσίας, αλλά το οριστικόν αυτής εμπεριεχόμενον είχεν αποφασισθεί από τις 3 Νοεμβρίου, καθά καταδεικνύει υπόμνημα, όπερ είδον. Οι όροι υποτέλειας στους οποίους αναφέρεται εδώ ο Χαρίλαος Τρικούπης αφορούν, πρώτον, την οριστική ειρήνη με την Τουρκία και την εγκατάλειψη κάθε στήριξης απελευθερωτικού κινήματος του υπόδουλου Ελληνισμού, δεύτερον, την εκλογή νέου βασιλέα που θα εγγυάτο μια τέτοια πολιτική και, τρίτον, την καταστροφή των Κερκυραϊκών οχυρώσεων και την στρατιωτική ουδετερότητα Κερκύρας και Παξών.
(Θυμίζω ότι ο Δανός πρίγκιψ, που θα γινόταν ο πρώτος βασιλεύς της νέας δυναστείας της Ελλάδος, εξασφάλιζε την φιλο-βρετανική στάση, αφού ο Δανικός οίκος, φοβούμενος την γειτονική Πρωσική απειλή, παρέμενε γερά προσκολλημένος στο Βρετανικό άρμα.) Είναι περιττό βεβαίως να μιλήσουμε για τους ίδιους τους Επτανησίους. Αυτοί κατά τις προαναφερθείσες διαπραγματεύσεις αγνοήθηκαν παντελώς, παρά το ότι ήσαν οι πολίτες μιας πολιτείας την οποίαν όριζε ως ανεξάρτητη η συνθήκη των Παρισίων του 1815. Οι Βρετανοί αρνήθηκαν ακόμη και την υποβολή ενός Επτανησιακού υπομνήματος (περί μη ανατίναξης των οχυρώσεων). Η συνθήκη των Παρισίων του 1815 προέβλεπε ουσιαστικά την ανασύσταση της καταργηθείσης από τους Γάλλους αυτοκρατορικούς Ιονίου Πολιτείας, του πρώτου σύγχρονου Ελληνικού κράτους δηλαδή. Η προβλεπόμενη από την εν λόγω συνθήκη Αγγλική «προστασία» είχε την έννοια της απλής στρατιωτικής προστασίας από ξένους εχθρούς και όχι της υπαγωγής των νησιών σε τυραννικό καθεστώς. Ο αρμοστής Μαίτλαντ φρόντισε με το σύνταγμα του 1817 να διαστρέψει την απλή προστασία σε αυθαίρετο αποικιακό προτεκτοράτο. (Εξ ου και η μετέπειτα υποτιμητική θεωρία του δώρου.)
     Η Ευρώπη, από το 1848, χρονιά των μεγάλων εξεγέρσεων, είναι μια άλλη Ευρώπη. Στα Επτάνησα αποτυπώνεται όλη η πολυχρωμία των πολιτικών και πνευματικών ρευμάτων της εποχής. Οι Επτανήσιοι (οι μορφωμένοι προφανώς Επτανήσιοι), σε αντίθεση με τα συμβαίνοντα στην προ της Ενώσεως Ελλάδα, είχαν πλήρη επίγνωση των σύγχρονων ευρωπαϊκών εννοιών του έθνους και των διαφόρων μορφών κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης. Η πλούσια τοπική αρθρογραφία της εποχής δείχνει το βάθος των προβληματισμών – και μάλιστα σε μια γλώσσα εξαιρετικά καλλιεργημένη. Η πολιτική αντιπαράθεση στα Επτάνησα εκφράσθηκε με όρους ευρωπαϊκών κατηγοριών. Ακόμη και οι εντόπιοι υπέρμαχοι της Βρετανικής Προστασίας, οι «Καταχθόνιοι», όπως τους έλεγαν, και που δυστυχώς δεν ήσαν λίγοι, αποτελούν ευρωπαϊκή κατηγορία. Ευρωπαϊκή κατηγορία βεβαίως αποτελούν και οι Μεταρρυθμιστές, το Επτανησιακό κόμμα που επεδίωξε μόνον την δημοκρατική μεταρρύθμιση του υπάρχοντος συντάγματος. Και βεβαίως εξόχως ευρωπαϊκή κατηγορία αποτελούν οι Ριζοσπάστες, παλιοί και νέοι, Ενωτικοί και Αληθείς. Η παλίμψηστος πόλις μας ευτύχησε να δώσει το ηχηρό «παρών» και σ’ αυτή την πλούσια σε προβληματισμούς και συναισθηματικές και πνευματικές εξάρσεις εποχή των Ευρωπαϊκών εθνικών και κοινωνικών επαναστάσεων και αντεπαναστάσεων των μέσων του 19ου αιώνα. Εννοώ την πόλη αυτή των πολλαπλών στρώσεων εποχών και πολιτισμών, με το αδιάλειπτο ιστορικό και πολιτιστικό «παρών» από τα χρόνια των Ομηρικών επών μέχρι τις μέρες μας – γεγονός μοναδικό στον κόσμο, γεγονός δηλαδή που μας καθιστά την αληθινή «πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης». (Στο μοναδικό αυτό παλίμψηστο, ειρήσθω εν παρόδω, μια ξεχωριστή στρώση αφορά το πανευρωπαϊκής σημασίας γεγονός του οποίου την 300η επέτειο θα τιμήσουμε φέτος τον Αύγουστο.)
Μπορεί η προαναφερθείσα θεωρία του δώρου να επισκίασε αμέσως την Ριζοσπαστική κληρονομιά, όμως η μετά το 1864 συμπερίληψη των Επτανησίων στην πολιτική και πνευματική ζωή της Ελλάδος μπόλιασε την χώρα με νέες ιδέες. Αυτές οι νέες ιδέες θα αντικαθιστούσαν τις παλιές και αναχρονιστικές. Π.χ., θα φτιάχνονταν κόμματα που θα αντικαθιστούσαν εκείνα τα παλιά με τα ξενόδουλα ονόματα. Το κόμμα των Ριζοσπαστών αποτέλεσε πράγματι το πρώτο ελληνικό κόμμα αρχών.

     Μετά την Ένωση, η Ιόνιος Βουλή θα σιγούσε οριστικά. Ό,τι είχε να δώσει, το είχε δώσει μέχρι την 21η Μαΐου του 1864. Τώρα, 84 Ριζοσπάστες, πληρεξούσιοι των Επτανησίων, θα διέβαιναν την πύλη τής εν Αθήναις Βουλής των Ελλήνων, όπου συνεζητείτο το νέο σύνταγμα της χώρας. Το ότι στις εκλογές του 1865 ο Μομφεράτος δεν θα κατάφερνε να εκλεγεί, ενώ την εκλογή του στις επόμενες εκλογές, του 1868, θα σκίαζε η ταυτόχρονη εκλογή του Δημητρίου Καρούσου, πρώην Καταχθονίου και διώκτη των Ριζοσπαστών, είναι από τα γεγονότα που είναι εντελώς συνηθισμένα στην ιστορία των ανθρώπων. Όπως μας λέει ο Παναγιώτης Πανάς, οι οπαδοί του νεαρού βασιλέως περιέφεραν τότε στα χωριά της Κεφαλονιάς μια γύψινη προτομή του Γεωργίου λέγοντας ότι ο βασιλεύς θα παραιτείτο αν εκλεγόταν ο Μομφεράτος. Ο έτερος των σημαντικοτέρων Αληθών Ριζοσπαστών, Ηλίας Ζερβός-Ιακωβάτος, είχε ήδη επιλέξει την αποχή και την αξιοπρεπή και οριστική σιωπή. Τις ίδιες μέρες, τον ίδιο δρόμο της αποχής και σιωπής θα ακολουθούσε και ο πρωτο-κομμουνιστής και θεοσεβής Ματσίνι στο Ιταλικό Ρισορτζιμέντο.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις